Ημέρες Υπατίας

της Δήμητρας Ρούπα

Θυμάμαι ένα φίλο να προσπαθεί να μου εξηγήσει. “Θα ΄ρθουν από το φόρουμ της Κρήτης. Απεργία πείνας. Τριακόσιοι περίπου, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το έχουν αποφασίσει σε συνελεύσεις”.

Πολλά ερωτηματικά. Καμία απάντηση. Είναι που κάποιες ερωτήσεις μόνο οι μέρες μπορούν να τις απαντήσουν. Μόνο το “γιατί” κάπως καταλάβαινα. Και προσθέτω το κάπως γιατί όταν η απελπισία περνά μόνο από το οπτικό σου πεδίο, όταν δεν εγγράφεται ως εμπειρία στο ίδιο σου το πετσί, είναι απελπισία “αλλότρια”. Η “εστέτ” κατά καιρούς κατάθλιψή μου παρασάγγας απέχει από το “δεν έχω ζωή” του μετανάστη.

Όταν γύρισαν τα παιδιά από το λιμάνι και μου είπαν “κάποιοι είναι πιτσιρίκια” δέχτηκα το πρώτο σοκ. Δεν ξέρω τι περίμενα. Ήταν μάλλον που συνειδητοποίησα ότι είναι αληθινό και αρχίζει. Όταν είδα τις φωτογραφίες από το “Λατώ”, πρόσωπα χαμογελαστά με υψωμένες γροθιές, έφαγα χαστούκια. Δεν νομίζω ότι από εκείνη τη στιγμή ξανακοίταξα τον εαυτό μου με τον ίδιο τρόπο. Λιγόστεψα και λιγοστεύω στα μάτια μου κάθε στιγμή που περνάει.

Δεν με ενδιαφέρει εδώ τι έγινε στη Νομική, τι έπρεπε να έχει γίνει, πριν-μετά-κατά τη διάρκεια. Δεν κάνω καμία πολιτική ανάλυση και αποτίμηση αυτή τη στιγμή. Μόνο εικόνες και άτακτες σκέψεις καταγράφω.

Υπατία. Μια σειρά από στοπ-καρέ σε μια μάχη μέρα νύχτα.
Απεργός μετανάστης να χαϊδεύει το κεφάλι του γιου μου επιστρέφοντας στη σκηνή.
Ασθενοφόρα πηγαίνουν και έρχονται, λιπόθυμοι και ημιλιπόθυμοι αγωνιστές συγκρατημένοι με ιμάντες.

Ο Άρης δένει μια πληγή και κρατάει το πόδι του μετανάστη έτσι όπως κράταγα εγώ το μωρό μου όταν γεννήθηκε.

Τεράστια μαύρα μάτια-σφάχτες σε αποστεωμένο πρόσωπο.

Βουτάμε στο κρύο και στεγνώνουμε δάκρυα. Πώς μια τέτοια μάχη για τα αυτονόητα, με αντίπαλο το χρόνο και το θάνατο, ξαναξύπνησε μέσα μας, σε μας τους “νόμιμους”, μια τέτοια δίψα για ζωή και αξιοπρέπεια; Τι έχουμε ξεχάσει; Πόσο ανάγκη την είχαμε αυτή τη μάχη;

Όποιος δεν επαναπροσδιόρισε το αξιακό του σύστημα αυτές τις μέρες, ή οι αξίες του βρίσκονταν ακριβώς στη θέση που έπρεπε να είναι ή δεν κατάλαβε τίποτα.

Κλεισμένοι στα κουκούλια μας, τις περιοχές μας, τους δρόμους μας, τις ομάδες των οικείων μας, αντιστεκόμενοι ή μη, ή και εναλλάξ, είδαμε να γράφεται μπροστά μας το ανείπωτο. Αυτό που μας ξεπερνά και μας αφήνει με κομμένα πόδια και μια υποψία φωνής στα λαρύγγια μας.

Οι μετανάστες απεργοί πείνας νίκησαν. Έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε. Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά μας έδωσαν πολύ νερό για την ξηρασία. Σταγόνα μην πάει χαμένη.

Αναρτήθηκε εδώ http://www.rednotebook.gr/details.php?id=2053

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *