Η πονικοποίηση της κουκούλας και η επαναφορά της περιύβρισης της αρχής
Συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή το περίφημο νομοσχέδιο του υπουργού της δικαιοσύνης κ. Δενδιά σχετικά με την ποινικοποίηση της κουκούλας και την επαναφορά de facto του αδικήματος της περιύβρισης αρχής.
Φαίνεται τελικά, ότι τα ηχηρά ραπίσματα που εισέπραξε η κυβέρνηση, όχι μόνο από τη συντριπτική πλειοψηφία του νομικού κόσμου, αλλά κι από σύσσωμη την κοινή γνώμη δεν ήταν αρκετά για να την υποχρεώσουν σε αλλαγή πλεύσης.
Στο όνομα λοιπόν της (κατά την κυβέρνηση) «διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης», το υπουργείο της δικαιοσύνης, αφού ακροβάτησε επί μακρόν πάνω στο τεντωμένο νομικό σχοινί, αφού εν συγχύσει και πανικώ κατέθετε κι ύστερα έπαιρνε πίσω σειρά μέτρων, ετοιμάζεται να υποστηρίξει στην εθνική αντιπροσωπεία ένα από τα σκληρότερα, απεχθέστερα, αντισυνταγματικότερα και αναχρονιστικότερα νομοθέτημα.
Η σύγχυση του υπουργείου, και της κυβέρνησης κατ’ επέκταση, είναι προφανής και αυταπόδεικτη. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή μοιάζουν να μην ξέρουν τι ακριβώς επιθυμούν να ρυθμίσουν, τι ακριβώς να νομοθετήσουν.
Όπως είπαμε παραπάνω, δύο είναι τα βασικά σημεία του προσεχώς επί συζήτηση αναχρονιστικού νομοσχεδίου.
1. Η επαναφορά της περιύβρισης της αρχής:
Η κυβέρνηση, βλέποντας τα ποσοστά της στις δημοσκοπήσεις να κατρακυλούν, προβαίνει σε κινήσεις απελπισίας προσδοκώντας προσεγγίσεις με τον παραδοσιακό δεξιό και ακροδεξιό χώρο, όχι σε επίπεδο κομματικής συνεννόησης αλλά σε επίπεδο καθησυχασμού των σχηματικά αποκαλούμενων «νοικοκυραίων». Και το κάνει με τρόπο απροσάρμοστο και με στρατηγικές πανικού.
Στην αρχή, έκαναν λόγο για αυτεπάγγελτη δίωξη όταν εξυβριστεί δημόσιος λειτουργός. Κάτω από την κατακραυγή, διευκρίνισε πως με τον όρο «δημόσιος λειτουργός» εννοούσε τον αστυνομικό, ο οποίος μάλιστα θα πρέπει να είναι εν υπηρεσία και να υβρίζεται από κουκουλοφόρο. Σε αντιδιαστολή δηλαδή, αν ο υβριστής δεν φορά κουκούλα τότε δεν υφίσταται αυτεπάγγελτη δίωξη. Πάμε δηλαδή να απαλύνουμε τη βαρβαρότητα της διάταξης με παντελώς ανεφάρμοστο μέτρο. Μετά, με νέα διευκρίνιση, η διάταξη «φούσκωσε» για να συμπεριλάβει όλους τους δημόσιους λειτουργούς, όπως αυτοί ορίζονται από το άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα.
Δυστυχώς, το συμπέρασμα είναι ένα: στην απελπισμένη προσπάθειά της να εξυψώσει (χρειάζεται άραγε;) το αστυνομικό φρόνημα, η κυβέρνηση γυρίζει τη δικαιοσύνη πολλά χρόνια πίσω. Επιχειρεί να ξαναβάλει με πλάγιο τρόπο στο ποινικό μας σύστημα ένα αδίκημα που καταργήθηκε έπειτα από αγώνες και κινήματα το 1993. Η περιύβριση αρχής ήταν ένα από τα αντιδημοκρατικότερα αδικήματα που υπήρξαν. Είναι ένα απόλυτο όπλο στα χέρια των κρατούντων εναντίον της ελεύθερης έκφρασης αλλά και του Τύπου. Ένα όπλο που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές αυταρχικά και οδήγησε σε χιλιάδες καταδίκες μη ημετέρων, μιας και μπορεί να το επεξεργαστεί ο εξουσιαστής in rem. Κι αυτό τη στιγμή που το υπάρχον νομικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται υπεραρκετό από την πλειοψηφία του νομικού κόσμου. Φτάνει να εφαρμόζεται . Κι αν υπάρχει προφανές πρόβλημα εφαρμογής του δικαίου, τούτο δεν αντιμετωπίζεται με αναχρονιστικές διατάξεις, αλλά με δημοκρατικές στρατηγικές.
Από την άλλη, και είναι εξίσου σημαντικό, η εξύβριση (δημόσιου λειτουργού ή μη) συνιστά αδίκημα εξατομικευμένης ευθύνης, δηλαδή, αδίκημα προσώπου σε πρόσωπο και όχι γενικευμένο. Άρα, για να μπορεί να επιληφθεί η δικαιοσύνη είναι απαραίτητη η έγκληση του υβριζόμενου κατά του υβριστή. Με τις νέες όμως ρυθμίσεις, αρκεί ένας αστυνομικός ή ένας παριστάμενος εισαγγελέας να θεωρήσουν πως ένας ή ακόμα και 200 άτομα εξυβρίζουν την αρχή, για να οδηγηθούν όλοι «τσουβάλι» στα ανακριτικά γραφεία και (γιατί όχι;) στα δικαστήρια. Και, τέλος, σύμφωνα με την αναδίπλωση Δένδια που αναφέραμε προηγουμένως, ο μόνος τρόπος να μπορεί κάποιος να υβρίζει ανενόχλητος είναι να μην φορά κουκούλα!
Όλα τα παραπάνω θυμίζουν έντονα εποχές του 1958, όπου η σκληρή δεξιά του Καραμανλή (θείου) προκειμένου να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των συμμοριών, ψήφιζε απεχθείς νόμους, όπως ο περίφημος Ν. 4000/58 «περί τεντιμποϊσμού». Νόμος που, όπως όλοι γνωρίζουμε, και τα φαινόμενα δεν καταπολέμησε αλλά και χρησιμοποιήθηκε αλόγιστα και όχι πάντα εναντίον αυτών που στόχευε. Τα παθήματα δυστυχώς δεν έγιναν μαθήματα.
2. Το ιδιώνυμο της κουκούλας:
Εδώ κολυμπάμε σε νερά απόλυτου παραλογισμού. Η κυβέρνηση, αφού δίστασε να απαγορεύσει στους διαδηλωτές να κρύβουν το πρόσωπό τους (πρόταση της κ. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου), αποφάσισε να επιβαρύνει ποινικά ορισμένα αδικήματα που τελούνται από κουκουλοφόρους. Με άλλα λόγια, από δύο πρόδηλα αντισυνταγματικά μέτρα επέλεξε το «ηπιότερο».
Είναι όμως ηπιότερο; Με την δυσανάλογη επαύξηση των ποινών για αδικήματα που διαπράττονται από δράστες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, τίθεται ένα πολύ σοβαρό θέμα αναφορικά με τη σχέση αδικήματος-ποινής. Η ληστεία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να τιμωρηθεί ποινικά ανάλογα με το αν ο ληστής φοράει κουκούλα ή όχι. Η επιλογή του ατόμου να κρύβει τα χαρακτηριστικά του δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την απαξία μιας ποινικά κολάσιμης πράξης. Άρα, είναι απολύτως παράλογο να θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας μια ποινικά εντελώς αδιάφορη συμπεριφορά, όπως η χρήση κουκούλας. Επιπλέον, νομοτελειακά, η επιβολή ιδιώνυμου ουδέποτε πρόσφερε λύσεις σε όποιο πρόβλημα κι αν κλήθηκε να αντιμετωπίσει.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο σημαντικό θέμα. Σύμφωνα με τα όσα μέχρι σήμερα διαρρέουν, η επιθυμία της κυβέρνησης είναι να μετατρέψει σε κακουργηματικές πράξεις πλημμεληματικές συμπεριφορές, όταν αυτές συνοδεύονται με τη χρήση κουκούλας. Είναι κάτι που δεν αποτόλμησε ούτε η σκληρή δεξιά του Καραμανλή αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και με έντονο ακόμα το χουντικό στοιχείο. Πράγματι, με αφορμή τα σοβαρά γεγονότα και τις μεγάλες διαδηλώσεις του 1976 (εναντίον του Ν. 330/76, πιο γνωστός ως «αντεργατικός»), η κυβέρνηση Καραμανλή τροποποίησε τον Ποινικό κώδικα και, συγκεκριμένα το άρθρο 167 περί «αντίστασης κατά της αρχής», προσθέτοντας ως επιβαρυντική περίπτωση (και άρα αυξημένη ποινή) την κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών αυτού που συλλαμβάνεται για αντίσταση. Παρόλα αυτά, ο νομοθέτης της εποχής δεν τόλμησε να μετατρέψει το πλημμέλημα της αντίστασης σε κακούργημα. Επίσης, η συγκεκριμένη επιβαρυντική περίσταση ουδέποτε πιστοποιήθηκε νομολογιακά. Κι όμως η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να είναι έτοιμη να κάνει πολλά αυταρχικά βήματα, επιλέγοντας να κάνει τη Δικαιοσύνη αρωγό της. Μια εξήγηση-δικαιολογία αυτού του αντισυνταγματικού μέτρου που επιχειρεί να επιβάλλει η κυβέρνηση είναι και η ύπαρξη ιδιώνυμου αδικήματος της κουκούλας σε άλλες ποινικές νομοθεσίες. Πράγματι, σε χώρες όπως η Γερμανία ή οι ΗΠΑ (σε ορισμένες πολιτείες) η κάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου συνιστά ιδιώνυμο αδίκημα. Εκείνο όμως που επιμελώς αποκρύπτει η κυβέρνηση είναι πως πουθενά η χρήση της κουκούλας δεν προσλαμβάνει κακουργηματική διάσταση, όπως το ευαγγελίζονται τα στελέχη της. Ούτε το γεγονός πως οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας ενώπιον των δικαστηρίων είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Με το νέο αυτό νομοσχέδιο η κυβέρνηση Καραμανλή αποδεικνύει για μια ακόμα φορά τόσο την προφανή ανεπάρκειά της να διαχειρίζεται μια κρίση όσο και την ολική ρήξη της με τα κοινωνικά στρώματα. Κράτος που λαμβάνει αυταρχικά νομικά μέτρα, με αντισυνταγματική βάση και σαθρά θεμέλια για να αντιμετωπίσει κρίση στο εσωτερικό της κοινωνία του είναι κράτος ανάλγητο, κράτος σε αφασία με τους πολίτες του, κράτος καταδικασμένο σε παρακμή.
Η κυβέρνηση παίζει επικίνδυνα με τη φωτιά που η ίδια άναψε προτείνοντας και υιοθετώντας εντελώς ακατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τα τόσα χρόνια στυγνής φιλελεύθερης πολιτικής προς όφελος των λίγων και εναντίον των πολλών.
Με τα μέτρα αυτά η κυβέρνηση απαξιώνει πολύ περισσότερο τους θεσμούς απ’ όσο ένα νέο παιδί με κουκούλα που διαδηλώνει (μερικές φορές και έξω από τα μέτρα) εναντίον όλων όσοι του υποθήκευσαν το μέλλον. Τα μέτρα αυτά προσβάλλουν το σύνολο των δημοκρατικών αξιών.
Καλούνται λοιπόν οι πολίτες να προστατεύσουν αυτές τις αξίες που για μια ακόμα φορά τίθενται υπό αμφισβήτηση.
ΑΠΟΔΡΑΣΗ