Προβολή ταινίας: Τρίτη 3 Νοεμβρίου 8 μ.μ. στην ΑΠΟΔΡΑΣΗ
ΤΟ ΜΙΣΟΣ (LA HAINE)
Πριν από 15 χρόνια μας είχε συγκλονίσει. Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σε μια κατάμεστη αίθουσα και στο τέλος οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο σκηνοθέτης Ματιέ Κασοβίτς, μόλις 28 ετών τότε, μας ήταν άγνωστος. Τον γνωρίσαμε όμως μέσα από το συγκλονιστικό του «Μίσος», μια ταινία που δε διστάζει να μιλήσει την ωμή γλώσσα της αλήθειας.
Πόλεμος στις μητροπόλεις
Τόπος, τα προάστια του Παρισιού, οι περιοχές που κατοικούνται κυρίως από μετανάστες. Ένας εβραίος, ένας μαύρος και ένας αλγερινός. Τρεις φίλοι οι οποίοι καθημερινά βιώνουν την απόρριψη και την αστυνομική βία. Ένας φίλος τους τραυματίζεται σοβαρά από αστυνομικούς και βρίσκεται στο νοσοκομείο, χαροπαλεύει. Οι τρεις φίλοι περιφέρονται στην πόλη. Ο εβραίος οπλοφορεί, έχει κλέψει το όπλο από έναν αστυνομικό. Παρακολουθούν τις ειδήσεις από τις τηλεοράσεις που βρίσκονται στις βιτρίνες των καταστημάτων. Η οργή βράζει μέσα τους, το πιστόλι βρίσκεται στην τσέπη του ενός. Η στιγμή της πρόσκρουσης πλησιάζει, μαθαίνουν από την τηλεόραση πως ο φίλος τους στο νοσοκομείο πεθαίνει. Ήρθε η στιγμή του ξεσπάσματος, η ώρα της εκδίκησης η οποία ξεσπά κατά δικαίων και αδίκων. Στην τελική σκηνή ο οπλισμένος σημαδεύει έναν αστυνομικό. Στο βλέμμα του βλέπει μίσος, μόνο μίσος, όχι εναντίον του φυσικού προσώπου που σημαδεύει, αλλά εναντίον ενός συστήματος που τον έχει ρίξει στο περιθώριο, που τον αγνοεί και καμιά φορά τον πυροβολεί! Τώρα, όμως, έχει και αυτός πιστόλι στο χέρι…
Δυστυχώς η ταινία η οποία επαναπροβάλλεται 15 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή στη χώρα μας, είναι τραγικά επίκαιρη. Οι εικόνες των εξαθλιωμένων μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, οι επιχειρήσεις σκούπα της αστυνομίας, οι νεκροί στο Αλλοδαπών, οι άθλιοι του Εφετείου και του Άγιου Παντελεήμονα, τα σχέδια για τη δημιουργία στρατοπέδων είναι η απάντηση της εξουσίας. Οι εικόνες της λαμπερής πρωτεύουσας εναλλασσόμενες με τις εικόνες της άλλης, της σκοτεινής της πλευράς, δε διαφέρουν από τις αντίστοιχες που βλέπουμε στην ταινία. Εκεί όπου οι εικόνες του Κασοβίτς αποτυπώνουν την καθημερινότητα των παρισινών προαστίων με εκείνη της λάμψης της γαλλικής πρωτεύουσας. Το πολύβουο κέντρο έρχεται σε αντιπαράθεση με τα ερημωμένα προάστια, τις γειτονιές των «ξένων».
Με τη δύναμη του ντοκιμαντέρ, με την κάμερα να τρέχει στους δρόμους και από πρόσωπο σε πρόσωπο, ο Ματιέ Κασοβίτς, καταδεικνύει τις έντονες διαφορές και την ασφυκτική καθημερινότητα των ανθρώπων που βιώνουν τη μοναξιά της μεγαλούπολης. Την ταξική αλλά και την εθνική μοναξιά. Τα προάστια δε βρίσκονται πίσω από τείχη, αλλά οι άνθρωποι που ζουν εκεί, οι τρεις ήρωες της ταινίας, μοιάζουν σα να βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα μιας τεράστιας φυλακής.
Δεν κάνει πλάκα ο Κασοβίτς, ούτε κι όταν προσθέτει λεπτές χιουμοριστικές πινελιές στην ταινία. Απλά είναι οι αναγκαίες ανάσες που χρειάζεται ο θεατής για να αντέχει το άγχος της επερχόμενης σύγκρουσης. Επειδή η σύγκρουση έρχεται αναπόφευκτα, έρχεται τρέχοντας, το καζάνι βράζει, ο θυμός δεν μπορεί να συγκρατηθεί, η έκρηξη του μίσους θα φτάσει βίαιη, λυτρωτική αλλά ουδόλως εκτονωτική. Υπάρχουν πολλά αποθέματα μίσους ακόμη. Τα γεννά το σύστημα της ανισότητας και της αδικίας, η πραγματικότητα των ανθρώπων που άλλοι ζουν στο φως κι άλλοι στο σκοτάδι. Και μην αναζητήσετε εδώ θεωρητικές επεξεργασίες και αναλύσεις. Η έκρηξη δεν έχει σκοπό, δεν ξέρει τι αναζητά, δεν έχει στόχο, είναι αποπροσανατολισμένη. Το μόνο που υπάρχει είναι η εκδίκηση, αυτήν που γεννά το φαύλο κύκλο του μίσους.
Η κάμερα του Κασοβίτς κινείται και καταγράφει. Η σκηνοθεσία του δε βαδίζει στην ακαδημαϊκή οδό, είναι μια σκηνοθεσία γεμάτη ξεπετάγματα και «πυροβολισμούς», σαν τις πέτρες που πετούν οι διαδηλωτές. Αιχμηρή σκηνοθεσία υποστηριζόμενη από μια «καθαρή» ασπρόμαυρη φωτογραφία, «κουνημένη» από την ταχύτητα με την οποία παρακολουθεί τα γεγονότα, ιλιγγιώδης και άμεση.
Δε δημαγωγεί ο σκηνοθέτης, αλλά είναι παθιασμένος. Παθιασμένος και σοβαρός. Κι ακόμη αληθινός, προσεκτικός παρατηρητής και γνώστης της κοινωνικής πραγματικότητας, πραγματοποιεί μία κατά μέτωπον επίθεση στη σύγχρονη υποκρισία του δυτικού κόσμου ο οποίος αφού έζησε επί χρόνια σε βάρος των αποικιών και εξακολουθεί να ζει σε βάρος του τρίτου κόσμου και στέλνει στρατεύματα για «πολεμικό τουρισμό», αρνείται να πληρώσει το τίμημα. Μόνο που ο πόλεμος μεταφέρεται στο δικό του γήπεδο και το χειρότερο είναι πως ο αντίπαλος διεκδικεί επί ίσοις όροις τη νίκη, και συχνά σκοράρει. Τα παρισινά προάστια του «Μίσους» είναι ένα δείγμα του πολέμου που πραγματοποιείται στις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
«Σημασία δεν έχει η πτώση αλλά η πρόσκρουση». Το μότο της ταινίας «Το μίσος», του Ματιέ Κασοβίτς προδιαθέτει για το εκρηκτικό φινάλε. Φινάλε που έρχεται με μία λάμψη, τη λάμψη της εκπυρσοκρότησης.
Από την εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ – 12 Ιουλίου 2009