Θεόφιλος: Ο λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε την ελληνική πραγματικότητα
Σαν σήμερα 24 Μαρτίου, το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα, ο Θεόφιλος, ο εξαιρετικός λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
« Πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους όσο επάνω σ’ αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί που αργότερα, όταν κατοικήθηκε , ονομάστηκε «Λέσβος» και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δε μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στηνπραγματικότητα.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά μία-δύο ώρες αφού το πλοίο της γραμμήςεγκαταλείψει τη Χίο είναι σα να εγκαταλείπει ολόκληρο το γνωστό κόσμο. Μπαίνει σε θάλασσες που άξαφνα μοιάζουν ανεξερεύνητες και ο απροειδοποίητος ταξιδιώτης, που ταλαντεύεται με το ρυθμό της πρωινής φουσκοθαλασσιάς, κρατημένος από τα κάγκελα της γέφυρας, ατενίζει τον ορίζοντα με το ίδιο αίσθημα που θα είχε σε καιρούς αλλοτινούς ένας τυχερός θαλασσοπόρος………..
……Ένας άνθρωπος που γίνεται ασκητής επειδή μόνον έτσι μπορεί να κηρύξει καλύτερα το πανδαιμονικό του ευαγγέλιο –ένας οραματιστής που ζει και παθαίνεται με τους μύθους του Εικοσιένα σε μια μικρή γωνιά του ελληνικού κόσμου που έμεινε μακριά από τους αγώνες για την ανεξαρτησία του-ένας μοναχικός που ο διάλογος του με τους άλλους γίνεται αποκλειστικά σχεδόν με ζωγραφιές- ο Θεόφιλος, μόνο στα χώματα μιας τέτοιας παραμυθένιας χώρας ήτανε φυσικό να βλαστήσει μια μέρα.
Η παρομοίωση αυτή δεν αποτελεί ένα απλό σχήμα λόγου. Άνθρωπος ο Θεόφιλος, αλλά με την στοιχειώδη και πρωτογενή σύσταση ενός φυτού, ακολούθησε τη διαδρομή της ανθοφορίας και της καρποφορίας χωρίς να προσβληθεί ποτέ του από τα ζιζάνια που έσπειραν με τις θεωρίες τους για την ενοχή και την αμαρτία οι θρησκείες. Μολοντούτο, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, έφτασε, ανεξάρτητα και πάνω από την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, να ενσαρκώνει μια προσωπικότητα ηθική σε παρθένα κατάσταση, που τα μάτια μας, ασκημένα στα συμβατικά μέτρα, δεν είναι σε θέση αμέσως να εκτιμήσουν.
Όλες οι πληροφορίες που έφτασαν ως εμάς για τον τρόπο που έζησε και έδρασε, μας πείθουν ότι ο μικρόσωμος αυτός γιος ενός τσαγκάρη της Μυτιλήνης, είχε το τεράστιο θάρρος να προχωρήσει μες στη ζωή, στηριγμένος αποκλειστικά και μόνον στην αγαθότητα της ψυχής του, εντελώς απαλλαγμένος από τα καθημερινά πάθη και παραδομένος με την ευπιστία μικρού παιδιού στα όνειρά του. Η διαύγεια που επιβάλλει στον ορατό κόσμο κάθε φορά που μας τον παρουσιάζει στα έργα του, δεν είναι παρά η μεταγραφή της έντονης ροπής που διαγράφεται μέσα του να φτάσει αυτός ο κόσμος , ακριβώς όπως μέσα στα όνειρά του, σε μια κατάσταση άκακη, καθάρια, ευδαιμονική. Όπως κι η φανερή του προσήλωση στους Ήρωες δεν είναι παρά η συμβολική ανάθεση των ελπίδων ενός ταπεινού που ζητά ν’ ακεραιωθεί μες στα αισθήματα του, προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο. Είναι και οι δύο ροπές αυτές που συνθέτουν τελικά την φυσιογνωμία του.»(Ελύτης Οδ. Ο Ζωγράφος…, σελ.7,17-18).
Αρνήθηκε τη στεγνή, συμβατική, τη «λογική» ζωή , όχι από ανωμαλία ψυχική, αλλά, από βιοψυχική ανάγκη, γιατί ο γύρω του κόσμος δεν τον συγκινούσε. Δεν έβρισκε μέσα σ’ αυτόν ούτε την ομορφιά ούτε την αλήθεια που αναζητούσε με λαχτάρα η πηγαία ευαισθησία του. Έτσι κατέφυγε σ’ ένα κόσμο δικό του, στη χώρα του παραμυθιού που ομορφαίνει τη ζωή χωρίς να την ψευτίζει. Και η φυγή αυτή δεν ήταν το καταφύγιο του αδύναμου, αλλά η θεληματική μετανάστευση ενός πονεμένου ισχυρού στη μεγάλη και ολόφωτη πολιτεία του ονείρου. Γι’ αυτό η φυγή αυτή στάθηκε τόσο δημιουργική.
«Με την καρδιά πρωταρχικά ζυγώνει κανείς το Θεόφιλο. Κι αν αυτή δεν αγαπάει και δεν ακούει, ο λαϊκός «ποιητής» της Μυτιλήνης μένει για τα μάτια του νου ένας ανήμπορος αγαθιάρης που μπογιάτιζε τοίχους και σανίδες. Μ’ αν μιλήσει η καρδιά , τότε ο Θεόφιλος γίνεται μορφή της Φυλής- γίνεται λαϊκό παραμύθι κι’ Εθνική παράδοση.»(Μάτσας Ν.,Το παραμύθι…, σελ.22).
Στο προάστιο Βαρειά της Μυτιλήνης, λίγο έξω από την ακτή Ακλειδιού, γεννήθηκε ο Θεόφιλος, μια μέρα του 1870. Τον πατέρα του τον έλεγαν Γαβριήλ Κεφάλα και ήταν τσαγκάρης. Την μητέρα του την έλεγαν Πηνελόπη Μιχαήλ και ήταν κόρη αγιογράφου, και αργότερα, όταν ο αγιογράφος αξιώθηκε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, Χατζημιχαήλ. Η αγάπη που έτρεφε για τον παππού του, φαίνεται ήταν παθολογική. Ο παππούς του ιστορούσε παλιές ιστορίες για τα παλικάρια του Ελληνισμού, εκτός από τις εικόνες που έφτιαχνε, έπαιρνε σκέτα σανίδια και τα έφτιαχνε αγίους.
Είναι χαρακτηριστική η επιμονή του στο επίθετο «Χατζημιχαήλ». Συμβολίζει τη βαθιά του προσήλωση σ’ αυτό που προσωποποιεί ο πρόγονος, ο θεματοφύλακας των μόνων αξιών που πίστευε. Όπως επίσης η επιμονή του στην εθνική στολή, που κι αυτή συμβολίζει την ένταξη του μέσα στον εθνικό μύθο, την μεταστοιχείωση του φανταστικού παρελθόντος σε απτό παρόν, τη συναρμογή ζωής-τέχνης και την τελική σύμμειξη τους σ’ έναν ενιαίο μύθο.
Ο Θεόφιλος, ήταν το πρώτο παιδί στην οικογένεια του, όμως δεν ήταν μοναχοπαίδι. Είχε άλλα τρία αγόρια και τρία κορίτσια, αδέλφια. Δεν ήταν καλά-καλά οχτώ χρονών όταν άρχισε να διαβάζει μόνος του ότι φυλλάδα έπεφτε στα χέρια του και να γεμίζει τα μαθητικά του τετράδια με σχέδια και διάφορες φιγούρες. Τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο τον πειράζανε. Στο τέλος, του έβγαλαν το παρατσούκλι «αχμάκης», που θα πει «ακαμάτης», «άπραγος», «αφελής». Αφού ο δάσκαλος τον θεώρησε ακατάλληλο για το σχολείο, βρέθηκε να βοηθάει τον αδελφό της μητέρας του, που ήταν ελαιοχρωματιστής. Μια μέρα ανέβηκε σε μία σκαλωσιά για να κάνει την δουλειά που του ζήτησαν και έπεσε. Ήταν όλο πληγές και έμεινε καιρό στο κρεβάτι. Δεν ξαναπήγε στον μπάρμπα του και ούτε θέλησε να μάθει καμιά άλλη δουλειά. Μετά από κάποιο καιρό, μια μέρα που έλειπαν όλοι από το σπίτι, έβαλε σ’ ένα τορβά λίγα ρούχα κι έφυγε. Τον έχασαν και τον νόμιζαν για πεθαμένο, μέχρι που κάποιος θαλασσινός είπε στην μητέρα του πως ζει και υγιαίνει στη Σμύρνη.
Στην Σμύρνη , ο Θεόφιλος, κατάφερε να διοριστεί καβάσης στο Προξενείο. Καυχιόταν , όταν τον ρωτούσαν τι κάνει, ν’ αποκρίνεται πως είναι «θυροφύλαξ έν Σμύρνη». Αυτή η δουλειά , του επέτρεπε να φοράει την αγαπημένη του στολή , του φουστανελά και να υπηρετεί την πατρίδα του. Πέρασε πολλά χρόνια στην Σμύρνη, δουλεύοντας στο Προξενείο και κάνοντας βόλτες στην εξοχή όπου ζωγράφιζε. Τα θέματα που άρεσαν πιο πολύ ήταν τα ηρωικά και τα ειδυλλιακά. Έκανε περιπάτους στο Φραγκομαχαλά και περιπλανιόταν στους βερχανέδες του- εκεί ήταν όλη η ομορφιά κι όλη η αρχοντιά της Σμύρνης-κι έφτανε στα Μορτάκια που ήταν ένας φτωχομαχαλάς γεμάτος παιδομάνι που έτρεχε ξωπίσω του σαν τον έβλεπε να περνάει καμαρωτός με τη φουντωτή φουστανέλα. Κατά μία άποψη, συνέβηκε ένα γεγονός που τον ανάγκασε να φύγει από την Σμύρνη: μία μέρα τον κάλεσε σπίτι του, που ήταν στο μαχαλά της Αγίας Αικατερίνης, ένας αλλόκοτος Σμυρνιός, ο Αντώνιος Δρουσάκης όπου του ζήτησε να του ζωγραφίσει τον μουσαφίρ-οντά του. Ο Θεόφιλος ξεκίνησε και ιστορούσε τα πάθη των Γραικών απ’ τη μάνητα των αλλόπιστων, ώσπου κάποιοι Τούρκοι «πολιτσίες»(αστυνόμοι) το αντιλήφθηκαν. Ο Δρουσάκης του έδωσε κάποια χρήματα και κανόνισε να μπαρκάρει κρυφά για Πειραιά.
Ήταν η εποχή που το Μακεδονικό άναβε πυρκαγιές στα Βαλκάνια. Φτάνοντας στην Ελλάδα, καταλήγει κάποια στιγμή στο Πήλιο. Μία πληροφορία λέει, ότι , ίσως προηγουμένως, πολέμησε στο Δομοκό και στο Βελεστίνο. Στο Πήλιο και στο Βόλο πήγαινε από χωριό σε χωριό και ζωγράφιζε όπου έβρισκε, χωρίς να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, του έφτανε να έχει ένα πιάτο φαΐ , να αρέσουν οι ζωγραφιές του και να ακούνε τις ιστορίες του. Εκεί απέκτησε ένα φίλο τον Ανδρόνικο. Με τον ερχομό ενός θιάσου γνώρισε μία πριμαντόνα, την Βικτόρια, την οποία ερωτεύτηκε, χωρίς βέβαια, ποτέ να υπάρξει καμία πραγματική σχέση μεταξύ τους. Η Βικτόρια , όμως έγινε η μούσα του και μαζί με την προηγούμενη, την Γοργόνα την αδελφή του Μεγάλου Αλέξανδρου τον συντρόφευαν στην ψυχή του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Από τότε, άρχισε να ζωγραφίζει περισσότερες γυναίκες και ερωτικές σκηνές. Ζωγράφισε το «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα στο παράθυρο». Η Ιουλιέττα πηγαινοερχόταν συχνά σε τοίχους και θυρόφυλλα, πάντοτε με ξέπλεκη τη μακριά κόμη ν’ ασπάζεται το Ρωμαίο (σαν ξεχνούσε τ’ όνομα του τον έλεγε και Ρομβέρτο). Την έντυνε κατά το γούστο του, άλλοτε με την μακριά άσπρη πουκαμίσα, μα τις περισσότερες φορές μ’ Ελληνικά ρούχα. Άλλη ερωτική σύνθεση που του άρεσε ήταν ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα: «Η Αρετούσα θέτει τον στέφανον της νίκης επί της κεφαλής του Ερωτόκριτου», «Δια σχοινίου σκάλα αναβιβαζόμενος ο Ερωτόκριτος χαιρετών την Αρετούσαν». Κι όλο και πλήθαιναν οι γυναικείες φιγούρες στα έργα του και τις τοιχογραφίες που έφτιαχνε στο Βόλο και στα γύρω χωριά.
Οι περισσότερες από αυτές, σαν εκείνη την πανέμορφη «Κυρία με το σκυλάκι» που ζωγράφισε στο τέλος του βίου του σε κάμποτο, έχουν στα μάτια τους μία παράξενη θλίψη και μοιάζουν σαν Βυζαντινά εικονίσματα. Σιγά- σιγά πήραν μέρος στις ζωγραφιές του κι άλλες κυράδες απ’ τις Γραφές ή απ’ τον αρχαίο κόσμο. Η «Θεά της Σοφίας, Αθηνά» φάνηκε σε πολλά έργα του με τη χρυσή της περικεφαλαία και την άσπρη της χλαμύδα. Κι είχε κι αυτή το πρόσωπο ασκητικής Βυζαντινής Παναγίας και σ’ ένα τοίχο μάλιστα τη ζωγράφισε να στέκει πάνω απ’ την Αγία Σοφία και να δίνει δύναμη στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Μα απ’ όλες τις φιγούρες, εκείνη που φαίνεται να πρόσεξε περισσότερο για να την κάνει όμορφη, ήταν η Ιφιγένεια. Ένα πολύ όμορφο έργο ήταν: «Ο Δυσέας φέρων την Ιφιγένεια την κόρην του Αγαμέμνονος εις τον Μάντην Κάλχαν ιερέα του Θεού του Απόλλωνος εις τον βωμόν του θυσιαστηρίου». Βεβαίως, απεικόνιζε πάντα και όλους τους ήρωες της Ελληνικής ιστορίας.
Είναι γνωστά τα ανέκδοτα που αναφέρει η τοπική παράδοση για τη ζωή του Θεόφιλου στη Θεσσαλία και γενικότερα για την δράση του. Από δύο μαρτυρίες τουλάχιστον ξέρουμε πως έπεφτε θύμα πολύ χοντρών αστείων και πως ένα απ’ αυτά παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Έσπρωξαν επίτηδες τη σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και δούλευε για μία τοιχογραφία. Αυτό έγινε το 1927 και μπορεί να είναι από τους λόγους που τον έκαναν να γυρίσει στο νησί του.
Θα τον ξαναβρούμε λοιπόν στη Μυτιλήνη. Φουστανελοφόρο πάντοτε, φτωχό, μοναχικό και διψασμένο για επιφάνειες κατάλληλες να χωρέσουνε τα οράματα του. Έφερνε βόλτα όλο το νησί. Στην Καρίνη, στο δρόμο που πάει για την Αγιάσο , τα καφενεία , καταμεσής στα τρεχούμενα νερά και στα πλατάνια, γεμίζουν από θαυμαστές τοιχογραφίες. Σήμερα δεν απομένουν παρά ελάχιστα ίχνη. Στα 1935 σώζονταν ακόμη καλά. Ολοζωγράφιστοι εξακολουθούσαν επίσης να είναι οι εσωτερικοί τοίχοι ενός μικρού κτίσματος στον Παπάδο της Γέρας. Υπήρχαν πολλά άλλα έργα του στο Ντίπι, στην Νεάπολη και στο Ακλειδιού. Οι βροχές και οι άνεμοι τα ξέφτισαν σιγά- σιγά και τα ξεθωριάσανε. Αλλού, ήρθανε οι άνθρωποι και τα περάσανε από πάνω ως κάτω με ασβέστη. Έτσι, δεν απόμειναν ατόφια παρά τα φορητά έργα του, όσα έκανε πάνω σε σανίδια, σε κάμποτ, ακόμη και σε τενεκέδες, τους χειμώνες προπάντων , όταν δεν μπορούσε να παίρνει τους δρόμους και δούλευε μ’ οτιδήποτε υλικό έπεφτε στα χέρια του.
Μπαίνοντας στα 1934, ο Θεόφιλος είχε συμπληρώσει πια τα εξήντα τέσσερα χρόνια του. Φαινόταν αδυνατισμένος και κακόκεφος. Ένα πρωί, στις εικοσιδύο Μαρτίου , που έτυχε να’ ναι Κυριακή των Βαΐων, άφησε τον κόσμο τούτο. Του έκαναν ένα φτωχικό τάφο.
Ο Θεόφιλος «ανακαλύφθηκε» το 1928. Μπορεί να ζωγράφιζε τριάντα χρόνια αλλά, εκτός από τους παραγγελιοδότες του που υπήρχαν κάθε φορά, κανένας δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στα έργα του. Το 1928 , όμως, ο Γιώργος Γουναρόπουλος, που ζούσε στο Παρίσι πρόσεξε τις τοιχογραφίες του καθώς έκανε περίπατο στους δρόμους του Βόλου. Μίλησε γι’ αυτές στον Στρατή- Ελευθεριάδη-Teriade. Μετά ένα χρόνο ο Teriade πηγαίνοντας στη Λέσβο έκανε μαζί του μία συμφωνία – αυτός θα του έδινε χρώματα και καναβάτσο και μία μικρή αμοιβή κι ο Θεόφιλος θα ζωγράφιζε στο εξής κυρίως γι’ αυτόν.
Τι οδήγησε στην ανακάλυψη αυτή; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: δεν ήταν πολύς καιρός που η αξία των «αφελών»ζωγράφων, των «ναίφ», είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται στο Παρίσι και στη Δυτική Ευρώπη>, αναρωτιέται ο Ν.Χατζηνικολάου. Το κύμα αυτό, των «ναίφ» είχε αρχίσει το 1911 με την δημοσίευση της πρώτης μονογραφίας για τον τελωνοφύλακα Ρουσσό από τον Βίλχελμ Ούντε…….
……Η ανακάλυψη του Θεόφιλου και της ζωγραφικής του, λοιπόν, οφείλεται σε μία πλήρη παρανόηση και στη διάδοση μίας παριζιάνικης μόδας. Το συσχετισμό αυτό τον επιχειρεί ο Νίκος Χατζηνικολάου, τον οποίο επικυρώνει με μία συνέντευξη του Teriade στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα ( 20 Σεπτ. 1935) όπου δήλωνε πως «όταν ο Θεόφιλος ζωντανεύει σκηνές από τα μέρη όπου δεν επήγε ποτέ του, η ζωντάνια των αναπολήσεων του μας φέρνει στον Douanier Rousseau με τις θαυμάσιες φανταστικές περιγραφές του….Όπως ο Rousseau τον ανεκύρηξαν οι τολμηροί παρισινοί ζωγράφοι του 1910, έτσι και τον Θεόφιλο θα τον βάλουνε στην πρέπουσα του θέση, κοντά σε ότι υπάρχει ευγενέστερο στην ελληνική τέχνη από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα, οι έλληνες καλλιτέχνες του 1935, που δημιουργούν σιγά- σιγά και πάντα προχωρώντας μία ελληνική άνθηση».>(Χατζηνικολάου Ν., Εθνική……,σελ.45).
Η πρώτη αυτή ανακάλυψη του Θεόφιλου έδωσε λαβή και για μία δεύτερη, αν και με διαφορετικά κίνητρα, από ποιητές όπως ο Σεφέρης κι ο Ελύτης, που είδαν σ’ αυτόν ένα πρότυπο γνήσιας ελληνικότητας.
Διακριτικό σημάδι του λαϊκού καλλιτέχνη είναι πως δεν «εξελίσσεται». Θα ήταν δύσκολο να χωρίσουμε το έργο του, από την άποψη του ύφους, σε «εποχές» ανάλογα με την «εξέλιξη»του. Αν μπορεί να γίνει κάποια διάκριση του έργου του σε περιόδους, τότε θα αφορά περισσότερο την τεχνική και το υλικό στις ζωγραφιές του, καθώς και αυτούς που τις παράγγελναν, παρά τους ίδιους τους πίνακες.
Στο πρώτο κοίταγμα τους τα έργα του, παρουσιάζουν μία ομοιομορφία. Χρειάζεται να εξοικειωθεί κανείς μ’ αυτά, να ξεπεράσει το ομοειδές τους περιεχόμενο, για ν’ αρχίσει να διακρίνει τις διακυμάνσεις της ποιότητας, τις ευτυχισμένες ή όχι στιγμές των εμπνεύσεων, τις ποικιλίες της ευγένειας και της έντασης των χρωμάτων. Όπως και να ‘ναι, στη συνολική τους αποτίμηση τον πρωτεύοντα ρόλο τον παίζει πάντοτε το χρώμα. Δε μάθαμε ποτέ τι είδους ουσίες ακριβώς ( αυγό, κόλλα, κάτουρο, σύμφωνα με μια ορισμένη φήμη) συνήθιζε να χρησιμοποιεί στην προετοιμασία τους.
Ποιος είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ζωγραφικής του; Πρώτα-πρώτα, αποτελεί όψιμη παρουσία του φαινομένου που αποκαλέσαμε ενιαία αγροτική λαϊκή τέχνη των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας του 18ου και του 19ου αιώνα. Επίσης, ο Θεόφιλος δούλευε συχνά με φωτογραφίες και καρτποστάλ, που τα χρησιμοποιούσε σαν πρότυπο.
Παρ’ όλες τις συγκρίσεις, ο Θεόφιλος έχει μία αδιαφιλονίκητη πρωτοτυπία στα έργα του. Βάση της πρωτοτυπίας αυτής είναι δύο παράγοντες: η αριστοτεχνική χρήση των χρωμάτων και οι αδρές πινελιές, που δεν οφείλονταν μόνο στο αναμφισβήτητο ταλέντο του αλλά και στο ότι δεν ήταν δέσμιος εικαστικών συμβάσεων. Αυτό που είναι ιδιαίτερο στο έργο του, είναι ότι παρουσιάζει σωστή εναλλαγή ψυχρών και ζεστών χρωμάτων και τα στοιχεία που τοποθετεί είναι βαλμένα στη σωστή τους θέση (το πρόβατο, η ελιά κ.ά.) ,όπως αυτά διδάσκονται στους ζωγράφους, χωρίς ποτέ να τα έχει διδαχθεί ή να τα έχει ακούσει.
«Συνηθίζουν οι ευρωπαϊκές ιστορίες της Τέχνης να χαρακτηρίζουν το λαϊκό, τον πρωτόγονο καλλιτέχνη, για ένα χρονικογράφο της εποχής του, και να περιορίζουν τη σημασία του σ’ αυτό ή το πολύ-πολύ, στη δροσιά που φέρνει κάθε φορά με την απλοϊκή του αντίληψη στο χώρο της πλαστικής ερμηνείας του εξωτερικού κόσμου. Αυτό είναι ως ένα σημείο σωστό. Αλλά, όπως και να το πάρουμε, δεν αρκεί να καλύψει την περίπτωση του Θεόφιλου, είτε γιατί, πραγματικά ξεπερνά τα πλαίσια του απλού, πρωτόγονου ζωγράφου, είτε γιατί συμβαίνει να έχει αναπτύξει τη δράση του σε μία κρίσιμη στιγμή για την ιστορία της τέχνης στο τόπο μας, αποκτά ένα νόημα διαφορετικό που κανένας αφορισμός δεν είναι ικανός να περικλείσει. Πρέπει να συνδεθούμε ίσως με το ποιητικό περιεχόμενο του έργου του και αυτό να το δούμε αναπόσπαστα δεμένο με την ανθρώπινη παρουσία του.»(Ελύτης Οδ.,Ο Ζωγράφος……, σελ.65-66)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
.-Ελύτης Οδ., Ο ζωγράφος Θεόφιλος, Αθήνα: εκδ. Ύψιλον, 1987.
-Μάτσας Ν., Το παραμύθι του Θεόφιλου, Αθήνα: εκδ. Εστία, 1995.
-Χατζηνικολάου Ν., Εθνική τέχνη και πρωτοπορία, Αθήνα, εκδ. Όχημα, 1982.
*της Ευγενίας Οικονομοπούλου