Περί μακροπρόθεσμου ενεργειακού σχεδιασμού: μύθοι, αντιφάσεις και όψεις ενός διαφορετικού υποδείγματος
Για μια στρατηγική τομή στον ενεργειακό τομέα
Κάθε τομή στο παραγωγικό υπόδειγμα, ειδικά σε μια οικονομική και πολιτική συγκυρία όπως η τρέχουσα, απαιτεί προσεκτική στρατηγική αντιμετώπιση των βασικών αντιφάσεων και αδιεξόδων. Παράλληλα, ως σχέδιο που επιχειρεί να συσπειρώσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις για την υλοποίηση του, προϋποθέτει τη συγκρότηση των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων και φορέων που θα συνδράμουν και θα καταρτίσουν το στρατηγικό στόχο. Ειδικά στον ενεργειακό τομέα, όπου οι εμπλεκόμενοι παράγοντες δημιουργούν μια σύνθετη και πολυδιάστατη πραγματικότητα, ο μακροπρόθεσμος ενεργειακός σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να καταννοηθεί ως πεδίο δυναμικής διαπραγμάτευσης των επιμέρους κοινωνικών σωμάτων, από τον οικιακό καταναλωτή, τον μικρό παραγωγό ενέργειας, το δημόσιο φορέα που ρυθμίζει και θέτει τις κοινωνικές προτεραιότητες μέχρι φορείς της αγοράς που ανάλογα με το μέγεθος του κεφαλαίου καθορίζουν τα σημεία ισορροπίας του ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιδιωχθεί η οποιαδήποτε ενεργειακή πολιτική, και αυτό είναι το ευρωπαϊκό και εν γένει το διεθνές – ένα πλαίσιο που θέτει περιορισμούς, δημιουργεί συγκρούσεις, ίσως εμπεριέχει δυνατότητες για μια εναλλακτική πολιτική, και σίγουρα συνδέεται με το γενικότερο ζήτημα της έντασης στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συσχετισμών στο προσεχές μέλλον.
Βασικό μέλημα του παρόντος άρθρου είναι να αποδομήσει μύθους για το κατά πόσο υπήρξε ή όχι ενεργειακός σχεδιασμός στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες και να επιδιώξει να στοιχειοθετήσει τους βασικούς άξονες του εναλλακτικού παραδείγματος το οποίο μια αριστερή κυβέρνηση θα κληθεί να υλοποιήσει ώστε να ανοίξει ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Έλλειψη ενεργειακού σχεδιασμού ή αριστερός τεχνοκρατισμός;
Τα δομικά αδιέξοδα και η κατάρρευση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στο μνημονιακό περιβάλλον αποδίδονται συχνά, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, σε μια εν γένει έλλειψη ενεργειακού σχεδιασμού. Η πραγματικότητα όμως μας δείχνει πως ο ενεργειακός τομέας έχει υποστεί τεκτονικούς μετασχηματισμούς τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σχεδιασμένους και υλοποιημένους τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη μας, η αφήγηση που εστιάζει στην έλλειψη σχεδιασμού για να εξηγήσει την υπάρχουσα κατάσταση οδηγεί σε πολιτικά επικίνδυνες προσεγγίσεις για την αριστερά, αφού εννοεί την εναλλακτική, αριστερή πρόταση ως μια βελτίωση στο επίπεδο του σχεδιασμού και της διαχείρισης, χωρίς πολιτικό ή ταξικό πρόσημο. Η νεοφιλελεύθερη έφοδος στον ουρανό μας οδήγησε στην έρημο του αποϊδεολογικοποιημένου τεχνοκρατισμού, που συχνά αποκτά φωνή και στο πολιτικό στρατόπεδο της αριστεράς. Τα προβλήματα του ενεργειακού τομέα συχνά προσεγγίζονται με μια λογική υπεύθυνης και χρηστής διαχείρισης με αριστερό πρόσημο. Αγνοείται επομένως πλήρως η κεντρικότητα που έχει ο ενεργειακός τομέας ως πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης και αποσιωπάται η ανάγκη συγκρότησης του νέου παραδείγματος που απαιτείται ως προς την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των υποδομών και της διαδικασίας παραγωγής από το κοινωνικό σώμα.
Από τη δεκαετία του 1990, όπου εντατικοποιείται η “απελευθέρωση” κρίσιμων κλάδων της οικονομίας, μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις καθορίζουν τις εξελίξεις απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης στον ενεργειακό τομέα. Αφετηρία αυτής της διαδικασίας για την ηλεκτρική ενέργεια, είναι ο νόμος 2773/1999, με τον οποίο προβλέπεται η σύσταση της ΡΑΕ (έγινε το 2000) και του ΔΕΣΜΗΕ, η δυνατότητα και άλλων, πλην της ΔΕΗ, να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, η μετατροπή της ΔΕΗ σε ανώνυμη εταιρεία, καθώς και η προτεραιότητα στην απορρόφηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και εγκαταστάσεις συμπαραγωγής. Ακολούθησε πλήθος νόμων, υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών διατάξεων, μέχρι τον νόμο 4001/2011, με τον οποίο ολοκληρώνονται οι διαδικασίες της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αναδιαμορφώνεται ριζικά ο ν. 2773/1999. Αντίστοιχα, στον πετρελαϊκό κλάδο, με τον νόμο 3054/2002 κατοχυρώνεται η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων, αλλά και η δυνατότητα επιβολής, κατά περίπτωση, ανώτατης τιμής πώλησης στον καταναλωτή, ενώ το 2003 προωθείται η συγχώνευση των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ) με την Πετρόλα του ομίλου Λάτση και η σταδιακή απώλεια ελέγχου από το δημόσιο.
Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης του ενεργειακού κλάδου, η οποία βρίσκεται βεβαίως σήμερα σε πλήρη εξέλιξη έχοντας οδηγηθεί σε πρωτοφανή παροξυσμό τη μνημονιακή περίοδο, αποδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο η έλλειψη σχεδιασμού γενικώς και αορίστως, αλλά η απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση πραγματικών κοινωνικών, οικονομικών και ενεργειακών αναγκών. Απουσιάζει επομένως η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου, δημοκρατικού ενεργειακού σχεδιασμού που θα απαντάει στα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την ενέργεια: πόση ενέργεια χρειαζόμαστε, από ποιούς θα παράγεται και από ποιούς θα καταναλώνεται, για την ικανοποίηση ποιών κοινωνικών αναγκών, ενταγμένη σε ποιο αναπτυξιακό σχέδιο κ.ο.κ.
Δημοκρατικός ενεργειακός σχεδιασμός
Ο ενεργειακός σχεδιασμός, που επιδιώκει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις ενός αριστερού προγράμματος, πρέπει να θέσει κατ’ αρχάς το όραμα στο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και να επιδιώξει να προσφέρει απτά παραδείγματα για τα βήματα υλοποίησης του στις διαφορετικές χρονικές κλίμακες. Αναγνωρίζοντας ότι μια τέτοια διαδικασία εμπεριέχει διαρκείς συγκρούσεις, αντιφάσεις ακόμα και αδιέξοδα, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τις βασικές συντεταγμένες και προτεραιότητες.
Όσον αφορά την τεχνολογική διάσταση του ενεργειακού ζητήματος, η σταδιακή αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο ριζικός μετασχηματισμός στον τομέα της κατανάλωσης με την εφαρμογή ενός εκτεταμένου σχεδίου εξοικονόμησης ενέργειας και η εφαρμογή ενός εθνικού προγράμματος ανασυγκρότησης των μεταφορών με έμφαση στα μαζικά μέσα δημόσιας μεταφοράς σταθερής τροχιάς και τις ήπιες μορφές κυκλοφορίας εντός των αστικών σχηματισμών αποτελούν στοιχεία του βασικού πολιτικού πλάνου. Η στρατηγική μετάβασης σε αυτό το νέο ενεργειακό μοντέλο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και προώθησης των ΑΠΕ δεν μπορεί βεβαίως, σε βραχυπρόθεσμο αρχικά επίπεδο, να μη λάβει υπόψη της τις βασικές ενεργειακές προκλήσεις που αναπτύσσονται: ασφάλεια εφοδιασμού και ενεργειακής επάρκειας, βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών και μείωση των εισαγωγών, αντιμετώπιση της διαρκώς εντεινόμενης ενεργειακής φτώχειας, στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων και των ήδη πολλαπλά επιβαρυμένων από τις μνημονιακές πολιτικές νοικοκυριών και επιχειρήσεων, παραγωγική ανασυγκρότηση.
Η πολυσυνθετότητα των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που πρέπει επομένως να συνυπολογιστούν καθιστούν σαφές ότι ο ενεργειακός σχεδιασμός δεν είναι ένα ζήτημα αμιγώς τεχνοκρατικό ούτε ένα σχέδιο «τελικού σκοπού» που αντιμετωπίζεται από «ειδικούς» σε εργαστηριακές συνθήκες. Χωρίς να υποβαθμίζεται η σημασία της συλλογής στοιχείων, μελέτης και τεκμηρίωσης, απαραίτητος όρος για να την επιτυχία οποιασδήποτε απόπειρας σχεδιασμού είναι η εμπλοκή της ίδιας της κοινωνίας στη διαδικασία εκπόνησής του. Είναι μια δυναμική και διαρκώς εξελισσόμενη και προσαρμοζόμενη στις ανάγκες διαδικασία που παράλληλα με την τεχνική πλευρά του ζητήματος (καθορισμός ενεργειακού μίγματος και επιλογή τεχνολογιών), θα χτίζει κοινωνικές συναινέσεις και θα κινητοποιεί κοινωνικές δυνάμεις στην υλοποίησή του. Επιμένουμε λοιπόν στην ανάγκη εκπόνησης ολοκληρωμένου, δημοκρατικού ενεργειακού σχεδιασμού που εκκινώντας από το εθνικό επίπεδο θα κλιμακώνεται τόσο «προς τα πάνω» (υπερεθνικό, περιφερειακό, ευρωπαϊκό επίπεδο), όσο και «προς τα κάτω» (σχεδιασμός σε επίπεδο περιφερειών και ΟΤΑ πρώτου βαθμού).
Δομικές σχέσεις με το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και κοινωνικά υποκείμενα υλοποίησής του
Η οργανική αλληλοτροφοδότηση του ενεργειακού τομέα με το συνολικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά και με επιμέρους τομείς της παραγωγής απαιτεί μια οριζόντια εφαρμογή πολιτικών με στόχο τον οικολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Τόσο σε επίπεδο στρατηγικών στόχων (αλλαγή ενεργειακού μίγματος και μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας) όσο και ως προς τα μέσα υλοποίησης (αποκέντρωση παραγωγής και κοινωνική επιχειρηματικότητα), οι μετασχηματισμοί στον ενεργειακό τομέα πρέπει να συμβαδίζουν και να αλληλοδιαμορφώνονται με τις μεταρρυθμίσεις στο συνολικό παραγωγικό μοντέλο. Η στρατηγική για την ενέργεια θα πρέπει να διαπλέκεται συνεχώς με την προβληματική των σχεδίων για τη χωροταξία, το περιβάλλον, τα δημόσια έργα, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τις στρατηγικές για τα συνδικάτα και τη δυνατότητα συμμετοχής τους στις διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου, τα προγράμματα ανάπτυξης έρευνας και τεχνολογίας κ.ο.κ. Είναι αυτή η πολύπλευρη διάσταση του ενεργειακού τομέα που τον καθιστούν, μαζί με τον τραπεζικό, έναν από τους κεντρικούς πυλώνες όπου θα δοκιμαστεί η οποιαδήποτε αριστερή πολιτική.
Ένα παράδειγμα αποτύπωσης αυτής της συναρμογής με άλλους τομείς, είναι η περίπτωση των αγροτικών φωτοβολταϊκών. Η ένταξη των αγροτών στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ δεν μπορεί να γίνει με όρους αντιπαράθεσης με τις κύριες δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα, όπως συμβαίνει σήμερα με τις αγροτικές επενδύσεις στα φωτοβολταϊκά, ακόμα μάλιστα και σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας. Θα πρέπει να εκπονηθεί ένα σχέδιο δραστηριοποίησης των αγροτών σε εφαρμογές ηλεκτροπαραγωγής (μέσα από συνεταιριστικά σχήματα που θα επιτύχουν οικονομίες κλίμακας) από υπολείμματα αγροτικής παραγωγής. Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από αυτή τη διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τροφοδοσία των ίδιων των αγροτικών δραστηριοτήτων (αυτοπαραγωγοί). Αντίστοιχα, στον τομέα παραγωγής θερμότητας μέσω συστημάτων που συνδέονται με την αγροτική οικονομία (γεωθερμία, βιομάζα, ηλιακά συστήματα) παρέχεται η δυνατότητα για αντικατάσταση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Στον τομέα της εξοικονόμησης μία αριστερή πολιτική βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων μπορεί να κινητοποιήσει, να δημιουργήσει ή και να πειραματιστεί με θεσμούς (δήμοι, συνεταιρισμοί, κοινωνική επιχειρηματικότητα, ομάδες νέων ανέργων μηχανικών και τεχνιτών) οι οποίοι θα δημιουργήσουν νέα υποκείμενα. Δεδομένης της παράδοσης του εγχώριου τομέα κατασκευών, αυτό σίγουρα θα έχει αντανάκλαση και στην ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα (οικοδομικά υλικά, ΗΜ εξοπλισμός, ηλιακά, αντλίες θερμότητας κ.λπ).
Οποιαδήποτε όμως απόπειρα διατύπωσης αριστερού προγράμματος καταλήγει κενή περιεχομένου αν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία δεν κατέχει η συγκρότηση των κοινωνικών υποκειμένων και συλλογικών οντοτήτων που θα γίνουν φορείς της επιδιωκόμενης αλλαγής. Η συγκρότηση αυτή περνάει σίγουρα μέσα από τους αγώνες του παρόντος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, μέσα από διαδικασίες συλλογικών εγχειρημάτων συλλογικής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμοί κ.ο.κ.) και οποιαδήποτε άλλη αντίφαση εκδηλώνεται στο παρόν του ενεργειακού τομέα.
Αν και θεωρούμε ότι στο πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης και των πολιτικών προς εφαρμογή η μηχανιστική μεταφορά των λεγόμενων best practices έχει αποδειχθεί καταστροφική, είναι σε ένα βαθμό άξια αναφοράς κάποια εναλλακτικά μοντέλα διαχείρισης του ενεργειακού τομέα σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Βέβαια θα πρέπει να γίνει μια ενδελεχής μελέτη των εκάστοτε συνθηκών που επέτρεψαν την ανάπτυξη τέτοιων μορφών ελέγχου ώστε να εντοπιστούν οι κρίσιμες αντιφάσεις που επιλύθηκαν σε κάθε περίπτωση.
Τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί σημαντικά η τάση επαναδημοτικοποίησης των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που παρατηρείται στην Κεντρική Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία, και οδηγεί με αυξανόμενους ρυθμούς στην υλοποίηση από τους δήμους προγραμμάτων ηλιακών στεγών για αστικά κτίρια και εγκαταστάσεων θέρμανσης σε δημόσια κτίρια. Η αρνητική εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων και η τάση επαναδημοτικοποίησης ενισχύει και πρέπει να αξιοποιηθεί για τον αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Παράλληλα, η αναθέρμανση των τοπικών οικονομιών μέσα από τη σύνδεση των ΟΤΑ με εκτεταμένα προγράμματα αξιοποίησης δημόσιων και δημοτικών κτιρίων τα οποία θα υλοποιηθούν από τοπικά συνεργατικά σχήματα επιστημόνων, τεχνικών και μικροϊδιοκτητών, θα μπορούσε να αποτελέσει μια από τις βασικές αιχμές της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές.
Μια άλλη πρακτική που πρέπει να μελετηθεί και να δοκιμαστεί είναι οι διαφορετικές μορφές συνεταιρισμών και συλλογικών επενδυτικών σχημάτων στον τομέα των εφαρμογών παραγωγής ΑΠΕ αλλά και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε πολλές περιπτώσεις το μέγεθος των συνεταιρισμών φτάνει τα δεκάδες χιλιάδες μέλη που εξασφαλίζουν εκτός από τον έλεγχο και τη ρύθμιση, την ιδιοκτησία των μονάδων παραγωγής και των σχετικών υποδομών. Είναι αλήθεια ότι η ένταση μεταξύ των δομών αυτών συλλογικής ιδιοκτησίας και των υπόλοιπων ιδιωτικών φορέων θα είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της αντιπαράθεσης στο ενεργειακό πεδίο, και είναι εδώ που αναδεικνύεται η ανάγκη μιας ταξικά προσανατολισμένης ενεργειακής πολιτικής σε εθνικό – και ακόμα περισσότερο σε ευρωπαϊκό – επίπεδο.
Υβριδικές μορφές ιδιοκτησίας που περιλαμβάνουν συνεταιρισμούς, ιδιώτες, θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δημόσιες επιχειρήσεις αποτελούν επίσης κύτταρα οργάνωσης και διοίκησης της παραγωγής που πρέπει να αξιοποιηθούν ώστε να απεμπλακούμε από το περιοριστικό δίπολο κρατικό-ιδιωτικό, έτσι όπως αυτό τουλάχιστον εκφράζεται στην παρούσα ιστορική συγκυρία.
Συμπερασματικά
Μια αριστερή κυβέρνηση θα αναζητήσει δρόμους άσκησης πολιτικής για την ενέργεια μέσα σε ένα πεδίο οικονομικής ζωής όπου το δημόσιο, το κοινωνικό και το ιδιωτικό θα επικοινωνούν, θα συνεργάζονται και αρκετές φορές θα συγκρούονται. Για αυτό το λόγο, η συγκρότηση των κοινωνικών υποκειμένων μέσα από διαδικασίες δόμησης του κοινού συμφέροντος στη βάση της συμμετοχής και της δημοκρατίας αποτελεί θεμέλιο λίθο ενός ενεργειακού σχεδιασμού που θα επιδιώξει να εγκαινιάσει μια νέα εποχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο δρόμο προς την ενεργειακή δημοκρατία, τα συνδικάτα, οι ενώσεις καταναλωτών και παραγωγών, τα κινήματα και οι φορείς διοίκησης σε όλες τις κλίμακες καλούνται να αναλάβουν αυτή την ιστορική ευθύνη με την ειλικρινή, ουσιαστική και διαρκή στήριξη μιας Αριστεράς που αξιώνει την ανατροπή στο πεδίο των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία που οι κυβερνώντες, χρησιμοποιώντας ως υλικά τις νέες «μεγάλες ιδέες» γεωπολιτικού χαρακτήρα (έρευνες και εξορύξεις υδρογονανθράκων, αγωγοί φυσικού αερίου), επιχειρούν να κατασκευάσουν το μνημονιακό “success story”, είναι απαραίτητο να ανοίξουμε το ενεργειακό ζήτημα με βάση τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και όχι πάνω στα ερωτήματα που θέτουν οι ευκαιριακές πολιτικές επιλογές ενός συστήματος που καταρρέει παρασύροντας κάθε δυνατότητα δημοκρατικού σχεδιασμού στον τομέα της παραγωγής.
Πριν δοθούν οι απαντήσεις από την πλευρά μας, θα πρέπει να τεθούν τα σωστά ερωτήματα, πάνω στα οποία θα στηθούν οι απαραίτητες κοινωνικές συμμαχίες και θα στοιχειοθετηθούν συγκεκριμένα παραδείγματα που μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα της δική μας στρατηγικής.
ΑΛΕΞΗΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
http://oikotrives.wordpress.com/2013/09/29/energeiakos-sxediasmos/